- μοργανίτης
- ο(ορυκτ.) ορυκτό που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και αποτελεί ποικιλία τής βηρύλλου με ροζ ή ιώδες χρώμα, λόγω τής παρουσίας καισίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. morganite < όν. τού J. P. Μorgan, Αμερικανού δημοσιονόμου].
Dictionary of Greek. 2013.